- χαιράμενος
- -η, -ο, Ν(μόνον σε ευχές) χαρούμενος («ευτυχισμένος και χαιράμενος»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. χαίρω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε –άμενος τού τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουν-άμενος, λεγ-άμενος κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.